συνδοτήρ

συνδοτήρ
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που δίνει, παρέχει κάτι μαζί ή από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνδο- τού συνδίδωμι (πρβλ. σύνδο-σις + επίθημα -τήρ (πρβλ. απο-δο-τήρ, εκ-δο-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδότης — ὁ, Μ [συνδίδωμι] αυτός που χορηγεί κάτι από κοινού με άλλον, συνδοτήρ* …   Dictionary of Greek

  • ՏՐԱԿԻՑ — (կցի, ցացա.) NBH 2 0895 Chronological Sequence: Unknown date ա. συνδοτήρ qui una largitur. Զոյգ ընդ այլում տուօղ. *Տրակից եւ բաշխողակից բնաւորապէս. Կիւրղ. գանձ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”